συντελεσμένος

συντελεσμένος
tamamlanmış, son bulmuş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέλλοντας — Ο χρόνος του ρήματος που φανερώνει κάτι που θα γίνει (θα γράψω το γράμμα) ή κάτι που θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη (όλη τη νύχτα θα δουλεύω). Στην πρώτη περίπτωση ονομάζεται στιγμιαίος μ. και στη δεύτερη εξακολουθητικός. Υπάρχει επίσης και ο …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • συντελούμαι — συντελούμαι, συντελέστηκα, συντελεσμένος βλ. πίν. 78 Σημειώσεις: συντελώ, συντελούμαι : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση αορίστου (συνετέλεσα). Η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το συντελώ… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συντελώ — συντέλεσα, συντελέστηκα, συντελεσμένος 1. βοηθώ στο να γίνει κάτι, συμβάλλω: Η τιμιότητά του συντέλεσε στην ανάδειξή του. – Η τεχνική εξέλιξη συντελεί στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου. 2. παθ. συντελούμαι, συμβαίνω, γίνομαι: Η συμφορά έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… …   Wikipedia

  • συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

  • υπερσυντέλικος — ο / ὑπερσυντέλικος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑπερσυντελικός, ή, όν, Α γραμμ. (με ή χωρίς τη λ. χρόνος) μονολεκτικός ή περιφραστικός χρόνος ρήματος που δηλώνει πράξη συντελεσμένη στο παρελθόν πριν από μία άλλη επίσης ολοκληρωμένη, όπως λ.χ. είχα διαβάσει …   Dictionary of Greek

  • συντελώ — συντελώ, συντέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: συντελώ, συντελούμαι : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση αορίστου (συνετέλεσα). Η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το συντελώ σημαίνει → βοηθώ,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”